Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2007

Τάσος Ν. Καραμήτσος: "Ποιητική"

Με λέξεις γράφονται τα ποιήματα Τρυφερές που ανασαίνουν κι ευωδιάζουν Κι άλλες τραχιές που τρίβονται και ματώνουν Τρέχει το άλικο αίμα που κυλάει στα γράμματά τους Και ποτίζει τα λουλούδια και τα δέντρα Των κήπων της αγάπης Τα ποιήματα διαβάζονται Σε έναν κήπο ή σε ένα κρεβάτι Με λυμένες όλες τις αισθήσεις Τα κορμιά έχουν γίνει καράβια Τα χέρια κουπιά Και το ταξίδι στις φουρτουνιασμένες θάλασσες Της ψυχής συνεχίζεται Όταν το καράβι φτάνει Σε όρμους αμμουδερούς Ίδιους από την εποχή του Ομήρου Με τις πλαγιές γεμάτες παπαρούνες Στη σκιά του πεύκου που στάζει το ρετσίνι του Η άφατη ηδονή κορυφώνεται Λευτερώνεται η κραυγή της ψυχής Σταματάει ο χρόνος Και νικιέται ο θάνατος.

Θεοδόσης Βολκώφ: "Στίχοι μου"

Στίχοι μου εσείς γνωρίζετε ποιος είμαι ποιους δρόμους διέτρεξα για να σας δέσω και πώς – με πόσο κόπο – γίναμε ένα. Αυτός που βλέπετε είμαι αυτός που μες στη νύχτα ομολογείτε πλησίον της σιωπής στα ρείθρα του αίματος κινούμενος αυτός εδώ και τώρα μια φορά – και για πάντα. Στίχοι μου δείξτε μου πού είναι ο Πόλεμος απόψε - πού ματώνει ο άνθρωπος πού στενάζει - θέλω να σύρω εκεί τον Έρωτά μου κι ολόκληρο να του τον παραδώσω. Άλλο δεν έχω από το στίχο και τη νύχτα. Απ’ την Αυγή θα λείπω.

Γιώργος Ανυφαντής: "Taedium Vitae"

Τα ίδια πράγματα, τα καθημερινά, μέγαρα κι αυτοκίνητα και δρόμοι. Ο ίσκιος π' αντιστέκεται ακόμη σε παραθύρια μαύρα, βορινά Οι σκέψεις , που τις πούλησα φτηνά το χρήμα, ο χαρτοφύλακας, οι νόμοι. Οι ώρες που σπατάλησα κι οι τόμοι στα δημόσια γραφεία, τα σκοτεινά. Κι όλα να φωνάζουν μ' ένα στόμα καθώς η μέρα σώνεται και σβήνει: "Τι σ' έκανε να σέρνεσαι στο χώμα;" Και να΄ναι το μυαλό, που δεν αφήνει, τη γλώσσα μου, κομμάτι μιας αβύσσου, ν' αποκριθεί: "Το φως του Παραδείσου"

Βασίλης Μποϊτσης: "Η Μηχανή Του Χρόνου"

Μάχομαι με τους δείκτες των σαρκαστικών ρολογιών της άχρωμης στασιμότητας... Αν βγω Νικητής, η ξεκούρδιστη χρονομηχανή θα με διασπάσει σε απειροελάχιστα χρονομόρια δημιουργικότητας! Αν όμως Νικηθώ, θα παραμείνω στη δελεαστική αναπηρία μιας εσώκλειστης, οκνηρής και άλυτης εξίσωσης, όπου οι ρίζες της τείνουν στις παράλληλες συμπαντικές στιγμές του κεκτημένου "Υπερεγώ".

Θοδωρής Βοριάς: "Τώρα Που Έμαθα"

Tώρα που έμαθα να κρύβω λόγια κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων, συνήθισα το σκοτάδι και τα βήματα των μεθυσμένων στους ξερούς ήχους των στιγμών μου. Τώρα που έμαθα, αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει, αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο των γκρίζων δρόμων, μήτε του σπασμένου λιθαριού που ήταν κάποτε καρδιά. Τώρα που έμαθα, μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου, τη θάλασσα που τη φοβόμουν, να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους. Τώρα που έμαθα το μυστικό των λευκών χαρτιών -που δεν ειν’ άλλο από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει- τρέμω τους άσπρους τοίχους που δεν έχουν πάνω τους σημάδια κι όλο νομίζω βλέποντάς τους πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.